- ὀρφέως
- ὀρφέω̆ς , ὀρφεύςmasc gen sgὀρφεύςmasc nom sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὀρφέως — Ὀρφέω̆ς , Ὀρφεύς Orpheus masc gen sg Ὀρφεύς Orpheus masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Прокл Диадох — Πρόκλος ὁ Διάδοχος Дата рождения: 8 февраля 412(0412 02 08) Место рождения: Византий Дата смерти: 17 апреля … Википедия
Argonautica Orphica — (Ὀρφέως Ἀργοναυτικά) is a Greek epic poem dating from the 5th 6th centuries CE. It is narrated in the first person in the name of Orpheus and tells the story of Jason and the Argonauts. It is not known who the real author is. The poem is found in … Wikipedia
Orphische Argonautika — Als Orphische Argonautika (griechisch Ὀρφέως Ἀργωναυτικά) wird ein vermutlich aus dem 5. Jahrhundert stammendes Gedicht in 1376 Hexametern bezeichnet. Inhaltsverzeichnis 1 Inhalt 2 Ausgaben 3 Literatur … Deutsch Wikipedia
NICOMEDES II. Rex Bithyniae — Nicomedis prioris fil. cognomine Philopator Romanis amicus, qui olim, rasô capite, sumpsit pileum, et se Romanorum libertum vocavit. A Mithridate pulsus, Romanorumque ope restitutus, hos regni heredes reliquit, Velleius Paterc. l. 2. c. 4. Liv.… … Hofmann J. Lexicon universale
ορφεοτελεστής — ὀρφεοτελεστής, ὁ (Α) 1. αυτός που εισάγει κάποιον στα μυστήρια τού Ορφέως 2. ιεροφάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὀρφεύς + συνδετικό φωνήεν ο + τελεστής (< τελῶ)] … Dictionary of Greek
ορφεύς — ὀρφεύς, έως, ὁ (Α) το ψάρι ορφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφώς / ὀρφός με λογοπαίγνιο στο όν. τού Ορφέως] … Dictionary of Greek
ορφικός — ή, ό (Α ὀρφικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ορφέα («ορφικοί ύμνοι») 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ορφικοί οπαδοί θρησκευτικής κίνησης η οποία εμφανίσηκε τον 6ο π.Χ. αιώνα και διαδόθηκε σε όλο τον ελληνικό κόσμο, καλλιεργήθηκε όμως… … Dictionary of Greek
χρυσολύρης — και δωρ. τ. χρυσολύρας, ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος και τού Ορφέως) αυτός που έχει χρυσή λύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + λύρης (< λύρα / λύρη), πρβλ. ἡδη λύρης] … Dictionary of Greek
ωό(ν) — το / ᾠόν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ὤιον και δωρ. τ. ὤεον και αργείος τ. ὤβεον και ὤFεον, Α (για τα ωοτόκα ζώα) το γονιμοποιημένο ωάριο, καθώς και το ίδιο το γέννημα τού ζώου, το αβγό νεοελλ. 1. βιολ. η εξειδικευμένη δομή που αποτελείται από το ώριμο… … Dictionary of Greek